- θαυμαζομένων
- θαυμάζωwonderpres part mp fem gen plθαυμάζωwonderpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
НИМФОДОР — • Nymphodōrus, Νυμφόδωρος, 1. из Амфиполя; он написал, вероятно, νόμιμα βαρβαρικά. Время жизни его неизвестно; 2. сиракузянин времен Птолемея Филадельфа; он написал περίπλους и περὶ τω̃ν ε̉ν Σικελία θαυμαζομένων.… … Реальный словарь классических древностей
Nymphodōros — Nymphodōros, 1) N. aus Amphipolis; er schr. Νόμιμα βαρβαρικά. 2) N. aus Syrakus, lebte unter Ptolemäos Philadelphos u. schrieb außer einen Periplus auch Περὶ τῶν ἐν Σικελίᾳ ϑαυμαζομένων; beide verloren … Pierer's Universal-Lexikon
SALABACCHA — nobile scortum Athenis, de quo Aristophan. Equit. Act. 11. Sc. 3. Et Scholia Graeca Κυν̑να καὶ Σαλαβάκχα τῶ θαυμαζομένων ἑταιρίδων. Vide et Chol. in Aristoph. Crabron. 504. D … Hofmann J. Lexicon universale
Νυμφόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γυναικάδελφος του βασιλιά των Θρακών Σιτάλκη (5ος αι. π.Χ.). Επειδή ο Ν. είχε μεγάλη επιρροή στον γυναικάδελφο του Σιτάλκη, οι Αθηναίοι τον έκαναν πρόξενό τους (431 π.Χ.) κι αυτός κατόρθωσε να κάνει τον Σιτάλκη… … Dictionary of Greek